σβήνομαι

σβήνομαι
σβήνομαι, σβήστηκα, σβησμένος βλ. πίν. 39

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • προαποσβέννυμαι — Α 1. σβήνομαι εκ τών προτέρων ή σβήνομαι πρώτος 2. μτφ. α) εξοντώνομαι, εξαλείφομαι προηγουμένως β) πεθαίνω πρώτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἀποσβέννυμαι «εκλείπω, εξασθενώ, αφανίζομαι, πεθαίνω»] …   Dictionary of Greek

  • αποπνέω — (AM ἀποπνέω) 1. αναδίδω οσμή, μυρίζω 2. εκπνέω, ξεψυχώ, πεθαίνω μσν. παύω να πνέω αρχ. 1. αναδίδω δυσάρεστη οσμή, όζω 2. αποβάλλω κάτι, απαλλάσσομαι από κάτι 3. αναγκάζω κάτι ή κάποιον να εκπνεύσει 4. αναπνέω δυνατά 5. αναδίδομαι ως αναθυμίαση,… …   Dictionary of Greek

  • διαψυχραίνομαι — (Μ) (για φωτιά) γίνομαι ψυχρός, σβήνομαι …   Dictionary of Greek

  • επισβέννυμι — ἐπισβέννυμι και ἐπισβεννύω (Α) 1. σβήνω, σβήνω τελείως 2. παθ. ἐπισβέννυμαι σβήνομαι πάνω σε κάτι …   Dictionary of Greek

  • καταφέρω — (AM καταφέρω) 1. φέρω κάτι με ορμή εναντίον κάποιου, χτυπώ κάποιον («η αεροπορία κατέφερε ισχυρά πλήγματα στον εχθρό») 2. μέσ. καταφέρομαι εκφράζομαι δυσμενώς εναντίον κάποιου, κατηγορώ με δριμύτητα κάποιον μσν. φέρνω κάποιον σε άσχημη κατάσταση …   Dictionary of Greek

  • λειψιφωτώ — λειψιφωτῶ, έω (Α, Μ λειψοφωτῶ) [λειψίφωτος] έχω λίγο, αμυδρό, ελαττωμένο φως, επισκοτίζομαι, σβήνομαι, στερούμαι φωτισμού …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”